Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

Η Σχέση Βόσκησης και Δασικών Πυρκαγιών: Μια Παραγνωρισμένη Πτυχή της Περιβαλλοντικής Διαχείρισης

 


Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει όλο και πιο συχνά καταστροφικές δασικές πυρκαγιές, με σοβαρές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία. Αν και η δημόσια συζήτηση επικεντρώνεται συχνά σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η έλλειψη πρόληψης και η οργάνωση της πυρόσβεσης, μια σημαντική αλλά συχνά παραγνωρισμένη πτυχή είναι η σχέση μεταξύ της κτηνοτροφίας και της εξάπλωσης των πυρκαγιών.

Η ελληνική κτηνοτροφία έχει μεταβληθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Το παραδοσιακό μοντέλο της εκτατικής, υπαίθριας βόσκησης —όπου τα ζώα έβοσκαν ελεύθερα σε δασικές και ημιορεινές περιοχές— έχει υποχωρήσει, δίνοντας τη θέση του σε εντατικές, σταβλισμένες εκτροφές. Αυτή η μετάβαση δεν είναι τυχαία: η έλλειψη βοσκών, οι δυσκολίες στην πρόσβαση σε βοσκοτόπια, η συμβολαιακή κτηνοτροφία με τις γαλακτοβιομηχανίες, καθώς και το αυστηρό νομικό πλαίσιο για την αδειοδότηση σταβλικών εγκαταστάσεων έχουν οδηγήσει πολλούς κτηνοτρόφους να εγκαταλείψουν την υπαίθρια εκτροφή.

Τα ζώα που έβοσκαν στα δάση δεν ήταν απλώς μέρος της αγροτικής παραγωγής. Είχαν και έναν σημαντικό οικολογικό ρόλο: με τη βόσκηση μείωναν τη βιομάζα και την καύσιμη ύλη, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο εξάπλωσης πυρκαγιών. Η παρουσία τους συνέβαλε στη διατήρηση ενός πιο ισορροπημένου οικοσυστήματος, αποτρέποντας την υπερσυσσώρευση ξερών χόρτων, θάμνων και άλλων εύφλεκτων υλικών.

Η απουσία ζώων από τις δασικές περιοχές έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο: περιοχές γεμάτες καύσιμη ύλη, χωρίς φυσική διαχείριση της βλάστησης. Αυτό το φαινόμενο, σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες και την ξηρασία, δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την εκδήλωση και την ταχεία εξάπλωση πυρκαγιών.

Είναι καιρός να επανεξετάσουμε τον ρόλο της κτηνοτροφίας όχι μόνο ως παραγωγική δραστηριότητα αλλά και ως εργαλείο περιβαλλοντικής διαχείρισης. Τα ζώα δεν είναι απλώς δικαιούχοι επιδοτήσεων — μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμους συμμάχους στη δασοπυρόσβεση και την πρόληψη πυρκαγιών. Η ενίσχυση της υπαίθριας βόσκησης, με κατάλληλες πολιτικές και υποστήριξη, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην προστασία των δασών.

Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

Από την πατάτα του Καποδίστρια στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ: Όταν η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα.

 Σε ποιο ακριβώς βάθος χρόνου σκοπεύει η κυβέρνηση να φτάσει η διερεύνηση ευθυνών για την ελληνική γεωργία μέσω της εξεταστικής επιτροπής που φέρνει στη Βουλή; Από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους; Από την εποχή του Καποδίστρια;

Η ιστορία της πατάτας στην Ελλάδα ξεκινά με ένα ευφυές τέχνασμα του Ιωάννη Καποδίστρια. Θέλοντας να πείσει τους Έλληνες να υιοθετήσουν την καλλιέργειά της, διέταξε την αποβίβαση ενός φορτίου πατατών στην παραλία και την επιτήρησή του από στρατιώτες. Η εντολή, όμως, ήταν σαφής: αν δουν πολίτες να κλέβουν πατάτες, να κάνουν πως δεν βλέπουν. Έτσι, η πατάτα απέκτησε αξία μέσω της «κλεψιάς» και διαδόθηκε.

Αν και η πράξη αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σκάνδαλο –καθώς εξυπηρετούσε έναν εθνικό σκοπό– η ιστορία αποκτά ειρωνική διάσταση όταν συγκρίνεται με το σημερινό σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Εκεί όπου η «κλεψιά» δεν έγινε για να διαδοθεί ένα αγαθό, αλλά για να καταληστευθεί το δημόσιο και ευρωπαϊκό χρήμα.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, όπως αποκαλύπτεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, έχει συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες αναφορές:

  1. Χρονική διάσταση: Η δράση εκτείνεται από το 2019 έως το 2024.
  2. Γεωγραφική διάσταση: Το επίκεντρο βρίσκεται στην Κρήτη, με προεκτάσεις σε άλλες περιοχές της χώρας.
  3. Παρεΐστικη διάσταση: Σύμφωνα με τη δικογραφία, το κύκλωμα στήθηκε από μια συγκεκριμένη «παρέα» με πρωταγωνιστές γνωστούς με τα προσωνύμια «Φραπές» και «Χασάπης», αλλά και με τη συμμετοχή προέδρων και αντιπροέδρων του ΟΠΕΚΕΠΕ, υπηρεσιακών παραγόντων, στελεχών ΚΥΔ, γενικών γραμματέων υπουργείων και πρώην υπουργών.
  4. Πολιτική διάσταση: Όλοι οι εμπλεκόμενοι που έστησαν το κόλπο, όπως προκύπτει από τις αποκαλύψεις, ανήκουν σε μία και μόνο πολιτική παράταξη: τη Νέα Δημοκρατία.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντί να διασφαλίσει τη διαφάνεια και την αξιοπιστία των θεσμών, επιλέγει να αδιαφορεί για την κατασπατάληση ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Η έλλειψη εθνικού οράματος και στρατηγικού σχεδιασμού στην αγροτική πολιτική είναι πλέον πασιφανής. Αντί να ενισχυθεί η παραγωγή, η καινοτομία και η βιωσιμότητα της ελληνικής γεωργίας, ενισχύθηκαν «παρέες», μηχανισμοί διαπλοκής και πελατειακά δίκτυα.

Η σύγκριση με τον Καποδίστρια δεν είναι απλώς ατυχής· είναι προσβλητική για την ιστορική μνήμη. Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας αξιοποίησε την «κλεψιά» με στόχο τη διασπορά ενός πολύτιμου διατροφικού  αγαθού για την διασφάλιση της επισιτιστικής επάρκειας της φτωχής Ελλάδας. Αντίθετα, ο σημερινός πρωθυπουργός, με την επιλογή του να προκρίνει τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής, η οποία περιορίζεται στον καταλογισμό πολιτικών ευθυνών, φαίνεται να ανέχεται, αν όχι να συγκαλύπτει, την κλεψιά ως εργαλείο πλουτισμού εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος.

Η ουσιαστική διερεύνηση τέτοιων υποθέσεων απαιτεί προανακριτική επιτροπή, δηλαδή διαδικασία που οδηγεί στον καταλογισμό ποινικών ευθυνών. Η επιλογή της κυβέρνησης να κινηθεί μόνο στο επίπεδο της πολιτικής ευθύνης, αποφεύγοντας τη δικαστική διάσταση, ενισχύει την εντύπωση ότι δεν υπάρχει πραγματική βούληση για κάθαρση, αλλά μια επικοινωνιακή διαχείριση ενός σκανδάλου με βαθιές ρίζες και σαφείς υπευθύνους.

Άρθρο μου στην "Εφημερίδα των Συντακτών".

 

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) υπήρξε διαχρονικά η πιο εμβληματική πολιτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, αποτέλεσε θεμέλιο λίθο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, διασφαλίζοντας επισιτιστική επάρκεια, σταθερότητα στην ύπαιθρο και αξιοπρεπές εισόδημα για εκατομμύρια παραγωγούς. Η ΚΑΠ δεν είναι απλώς μια πολιτική. Είναι η ψυχή της Ευρώπης.
Η πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2028-2034, όπως παρουσιάστηκε από την πρόεδρο Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σηματοδοτεί μια επικίνδυνη μετατόπιση προτεραιοτήτων. Παρά την αύξηση του συνολικού προϋπολογισμού στο 1,26% του ΑΕΠ της Ε.Ε., η Κοινή Αγροτική Πολιτική υποβαθμίζεται δραματικά: από 31% του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού τη δεκαετία του 1980 και 23% στην προηγούμενη προγραμματική περίοδο, σήμερα προτείνεται να περιοριστεί στο 14%. Αυτό συνεπάγεται μείωση του προϋπολογισμού της ΚΑΠ από 386 δισ. € σε 300 δισ. €, ενώ προβλέπεται η ενσωμάτωσή της σε ένα νέο ταμείο «Εθνικής και Περιφερειακής Εταιρικής Σχέσης», το οποίο θα συγκεντρώνει πόρους από άλλες τομεακές πολιτικές –μεταξύ αυτών το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο– με τη διαχείριση να μεταβιβάζεται στις εθνικές κυβερνήσεις.
Αυτή η επιλογή δεν είναι τεχνοκρατική. Είναι βαθιά πολιτική. Και είναι λανθασμένη. Με την πρόταση αυτή, η Ευρώπη απομακρύνεται από το όραμα της Ευρώπης των λαών –μιας Ευρώπης κοινωνικής, δημοκρατικής και αλληλέγγυας– όπως την οραματίστηκαν ιστορικές προσωπικότητες όπως ο Βίλι Μπραντ, ο Φρανσουά Μιτεράν και ο Ζακ Ντελόρ. Μιας Ευρώπης που δεν οικοδομείται πάνω σε λογιστικά τεφτέρια, αλλά πάνω στις ανάγκες των κοινωνιών και των πολιτών της. Μιας Ευρώπης όπου οι πολίτες της συναποφασίζουν για το μέλλον της.
Η Σοσιαλιστική Ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με δήλωση του αντιπροέδρου της Γιάννη Μανιάτη, υπερασπίστηκε με σαφήνεια την «Ιδέα της Ευρώπης», στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα. Ξεκαθάρισε με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι θα καταψηφίσει την πρόταση προϋπολογισμού για πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους. Η στάση αυτή αποτελεί πράξη ευθύνης απέναντι στους πολίτες της Ευρώπης. Μια υπενθύμιση ότι δεν μπορεί να υπάρξει Ευρώπη χωρίς την ύπαιθρό της.
Σε μια εποχή γεωπολιτικών εντάσεων, επισιτιστικών κρίσεων, ενεργειακής αβεβαιότητας και κλιματικής αστάθειας, η στήριξη του πρωτογενούς τομέα δεν είναι πολυτέλεια. Είναι στρατηγική αναγκαιότητα. Η αγροτική παραγωγή δεν είναι απλώς οικονομική δραστηριότητα. Είναι εθνική ασφάλεια, κοινωνική συνοχή, πολιτιστική ταυτότητα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να συνεχίσει να αγνοεί επιδεικτικά τις ανάγκες των αγροτών, των κτηνοτρόφων, των αλιέων και των αγροτικών κοινωνιών.
Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι μια νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την αγροτική παραγωγή, που θα βασίζεται:
- στην ενίσχυση του εισοδήματος των παραγωγών και στην προστασία από τις στρεβλώσεις της αγοράς,
- στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της γεωργίας με δίκαιους και βιώσιμους όρους,
- στην προσέλκυση νέων ανθρώπων στην ύπαιθρο και στην αναζωογόνηση των αγροτικών περιοχών,
- στην επισιτιστική κυριαρχία της Ευρώπης, με έμφαση στην αυτάρκεια και την ποιότητα.
Η ΚΑΠ χρειάζεται επανεκκίνηση, όχι υποβάθμιση. Χρειάζεται όραμα, όχι λογιστική διαχείριση. Χρειάζεται πολιτική βούληση, όχι τεχνοκρατική αδιαφορία. Το μέλλον της Ευρώπης περνά μέσα από τα χωράφια της, τα χωριά της, τους ανθρώπους της υπαίθρου. Χωρίς αγρότες, δεν υπάρχει τροφή. Χωρίς ύπαιθρο, δεν υπάρχει Ευρώπη.

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Η επόμενη ημέρα της Πολιτικής Αλλαγής

 Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ υπονομεύει την ελληνική γεωργία και τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας μας. Είναι προσβολή στους συνεπείς Έλληνες αγρότες.

Η ζημιά, που εκτιμάται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι θεσμική, ηθική και πολιτική.
Οι Έλληνες αγρότες, που καθημερινά μοχθούν για να κρατήσουν ζωντανή την ύπαιθρο, νιώθουν σήμερα αδικημένοι. Βλέπουν το έργο τους να απαξιώνεται, την αξιοπιστία τους να αμφισβητείται και τις προσπάθειές τους να επισκιάζονται από τη διαφθορά, το ρουσφέτι και την έλλειψη αξιοκρατίας.
Ποιος θα θελήσει να επενδύσει σε έναν αγροτικό τομέα που μοιάζει να κυβερνάται από σκιές και όχι από κανόνες;
Η ελληνική γεωργία δεν αντέχει άλλη απαξίωση. Όσοι εργαζόμαστε και εμπλεκόμαστε με την αγροτική παραγωγή και ανάπτυξη έχουμε μπροστά μας ένα κρίσιμο καθήκον: να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη, να προστατεύσουμε τους έντιμους αγρότες και να διασφαλίσουμε ότι η χώρα μας θα στέκεται με αξιοπρέπεια απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η επόμενη μέρα της ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ πρέπει να μας βρει με καθαρούς κανόνες, διαφάνεια και σεβασμό σε αυτούς που πραγματικά παράγουν.

Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος σκανδάλου

 

Πώς ένας ευρωπαϊκός ορισμός, μια “τεχνική λύση” και ένας κανονισμός άνοιξαν τον δρόμο για το μεγαλύτερο σκάνδαλο άμεσων ενισχύσεων στη χώρα.

Του Θανάση Πετρόπουλου

Γραμματέα Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής

Το σκάνδαλο των παράνομων επιδοτήσεων βοσκοτόπων στην Ελλάδα δεν προέκυψε αιφνιδίως. Δεν ήταν αποτέλεσμα ενός λάθους. Ήταν το φυσικό επακόλουθο μιας σειράς πολιτικών επιλογών, νομοθετικών στρεβλώσεων και διαχειριστικών αποτυχιών που συστηματικά υπονόμευσαν τη διαφάνεια και τη νομιμότητα στη διαχείριση των ευρωπαϊκών ενισχύσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.

Η αρχή έγινε το 2005, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση ζήτησε από τα κράτη-μέλη την ψηφιακή αποτύπωση των βοσκήσιμων εκτάσεων, εισάγοντας έναν ενιαίο, αλλά ακατάλληλο για τα μεσογειακά δεδομένα, ορισμό «βοσκοτόπου». Το ελληνικό τοπίο, με τις θαμνώδεις και ξυλώδεις εκτάσεις, αποκλείστηκε από τον επιλέξιμο χάρτη, καθώς δεν πληρούσε τα πρότυπα της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.

Η αποτυχία των ελληνικών κυβερνήσεων να πείσουν τις Βρυξέλλες για την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας του μεσογειακού τοπίου βόσκησης, είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή προστίμων ύψους 650 εκατ. ευρώ. Παρότι το 2020 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δικαίωσε την Ελλάδα, υποχρεώνοντας την Ε.Ε. να επιστρέψει 466 εκατ. ευρώ, η πολυετής ζημία είχε ήδη πλήξει το κύρος της χώρας και την αξιοπιστία των μηχανισμών ελέγχου.

Το 2015, εν μέσω αδιεξόδων, θεσμοθετήθηκε η λεγόμενη «τεχνική λύση» μέσω της ΚΥΑ 873/55993. Πρόκειται για μια προσωρινή μεθοδολογία που υποκαθιστούσε το ελλιπές κτηματολόγιο και την απουσία κυρωμένων δασικών χαρτών, κατανέμοντας βοσκοτόπια εικονικά, χωρίς σύνδεση με την πραγματική γεωγραφία της εκμετάλλευσης. Με απλά λόγια, τα ζώα μπορούσαν να έβοσκαν στην Κρήτη, αλλά δηλώνονταν βοσκοτόπια στην Μακεδονία. Η λύση αυτή, αν και προσωρινή, μετατράπηκε σε θεσμική στρέβλωση που παραμόρφωσε πλήρως το σύστημα επιδοτήσεων.

Το 2017, ο Κανονισμός OMNIBUS (2017/2393) «νομιμοποίησε» στην πράξη αυτή τη στρέβλωση. Αναγνώρισε τις παραδοσιακές βοσκήσιμες εκτάσεις του Νότου, αλλά ταυτόχρονα επέτρεψε την επιδότηση ακόμη και φυσικών προσώπων που δεν διέθεταν ζώα, εφόσον δήλωναν την ιδιοκτησία ή τη χρήση βοσκοτόπων. Η θεσμική αυθαιρεσία πλέον είχε ευρωπαϊκή κάλυψη.

Το 2020, ο τότε Πρόεδρος του ΟΠΕΚΕΠΕ κατήγγειλε υποθέσεις παράνομων επιδοτήσεων. Το 2023, η προϊσταμένη Εσωτερικού Ελέγχου εντόπισε σωρεία παρατυπιών και ξεκίνησε εσωτερική έρευνα. Το 2024, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) παρενέβη και ο ΟΠΕΚΕΠΕ τέθηκε σε καθεστώς ευρωπαϊκής επιτήρησης από τη DG AGRI. Οι όροι αυτής της επιτήρησης ήταν αυστηροί: άμεση κατάθεση σχεδίου αποκατάστασης και αντιμετώπιση της υποστελέχωσης του οργανισμού, διαχωρισμό’ αρμοδιοτήτων από το ΥΠΑΑΤ, έλεγχος της διαχειριστικής διαπίστευσης και ενδεχόμενο αποκλεισμού από τη διαχείριση των ευρωπαϊκών ενισχύσεων.

Οι έφοδοι της ΕΛ.ΑΣ. και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα γραφεία του ΟΠΕΚΕΠΕ στην Αθήνα και στην Κρήτη, αποκάλυψαν στο ευρύ κοινό, το εύρος του σκανδάλου. Διερευνώνται σύμφωνα με το δελτίο τύπου της EPPO παράνομες επιδοτήσεις που είχαν χορηγηθεί σε πρόσωπα χωρίς δικαιώματα ή χωρίς ζώα, σε περιόδους που εκτείνονται τουλάχιστον από το 2019 ως το 2022 με προεκτάσεις ως το 2024. Ένα καθεστώς που λειτουργούσε «εν πλήρει γνώσει» όσων είχαν πολιτική ευθύνη.

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι βαθύτατα πολιτικό.

Δεν είναι απλώς μια σειρά από «αστοχίες». Είναι η θεσμική αποτυχία του κράτους να διαχειριστεί με διαφάνεια και δικαιοσύνη τους ευρωπαϊκούς πόρους. Είναι το αποτέλεσμα της ανοχής, της ατιμωρησίας και της απουσίας πολιτικής βούλησης για ριζικές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση.

Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής έχει προειδοποιήσει επανειλημμένως για τη στρέβλωση του μηχανισμού επιδοτήσεων, έχει καταθέσει προτάσεις για τη ριζική αναδιάρθρωση του ΟΠΕΚΕΠΕ και ζητά από την κυβέρνηση να αναλάβει επιτέλους την ευθύνη.

Δεν υπάρχει άλλος χρόνος για παλινωδίες. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ πρέπει να μεταρρυθμιστεί από τη ρίζα: με θεσμική αυτονομία, επαναπιστοποίηση, διαχωρισμό αρμοδιοτήτων από το Υπουργείο, διαφανείς διαδικασίες πληρωμών και νέο πλαίσιο λειτουργίας βασισμένο στις αρχές της χρηστής διοίκησης.

Η εμπιστοσύνη του αγροτικού κόσμου έχει κλονιστεί. Είναι χρέος μας να την αποκαταστήσουμε. Με πράξεις, όχι με ευχολόγια.

 

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

Η ΚΑΠ μετά το 2027: Η Ελλάδα μπροστά σε ιστορικές προκλήσεις και ευκαιρίες

 

Του Αθανάσιου Πετρόπουλου 

Γραμματέα Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής 

 

Όταν σχεδιάζεις την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), οφείλεις να έχεις το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Στις αλλαγές που έρχονται, αλλά κυρίως σε εκείνες που οφείλουμε να προτείνουμε, ώστε να διαμορφώσουμε τη μεγάλη εικόνα της επόμενης ημέρας. Οι αλλαγές στον αγροτικό τομέα συχνά προκαλούν ανησυχία, καθώς διαταράσσουν τη συνήθη πρακτική. Πολλοί επιλέγουν τη σταθερότητα: να καλλιεργούν τις ίδιες ποικιλίες, να εφαρμόζουν τις παραδοσιακές τεχνικές, να προσβλέπουν στις ίδιες ενισχύσεις. Η προοπτική της αλλαγής τρομάζει. Γι’ αυτό και, συχνά, επιλέγουμε να αναλωνόμαστε σε απολογισμούς του παρελθόντος ή στη διαχείριση του παρόντος, αντί να επεξεργαστούμε με τόλμη το μέλλον. 

Στην Ελλάδα, η ύπαρξη μιας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής οδήγησε διαχρονικά σε έναν εθνικό εφησυχασμό. Το αφήγημα ήταν απλό: η Ευρώπη αποφασίζει, εμείς υλοποιούμε. Όμως, σε όλη την υπόλοιπη Ε.Ε., η συζήτηση για την ΚΑΠ μετά το 2028 έχει ήδη ξεκινήσει. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, η δημόσια ατζέντα επικεντρώνεται στα λάθη του παρελθόντος ή, το πολύ, στην αναθεώρηση του ισχύοντος πλαισίου. 

Η μεγάλη θεσμική αλλαγή που δρομολογείται στην Ε.Ε. είναι η δημιουργία ενός Ενιαίου Ταμείου, το οποίο θα ενοποιεί όλους τους επιμέρους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της ΚΑΠ. Παράλληλα, η ατζέντα της Ευρωπαϊκής Άμυνας αποκτά νέα δυναμική, με την πρόβλεψη για επενδύσεις 800 δισ. ευρώ. Οι δημοσιονομικές προτεραιότητες αλλάζουν και η αγροτική πολιτική καλείται να επαναπροσδιοριστεί στο νέο πλαίσιο. 

Η πιθανή ένταξη της Ουκρανίας στην Ε.Ε. δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις. Το δημοσιονομικό κόστος ένταξής της στην ΚΑΠ εκτιμάται στα 96,6 δισ. ευρώ. Η χώρα διαθέτει περισσότερα απο 450 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης – δηλαδή πάνω από το ένα τέταρτο του συνόλου της Ε.Ε. – ενώ το 25% αυτής της έκτασης ελέγχεται από μόλις 70 μεγάλες επιχειρήσεις. Το παράδειγμα της εταιρείας Kernel, που δύναται να εισπράττει έως και 148 εκατ. ευρώ ετησίως, είναι ενδεικτικό της νέας πραγματικότητας. Εάν δεν υιοθετηθούν μηχανισμοί όπως ανώτατα όρια ενίσχυσης (cap) ή μεταβατικές περίοδοι, τότε οι μικρομεσαίοι αγρότες των υφιστάμενων κρατών-μελών θα υποστούν σοβαρές απώλειες. 

Εξίσου κρίσιμη είναι η συζήτηση για την εξωτερική σύγκλιση, δηλαδή την κατανομή ίσης ενίσχυσης ανά στρέμμα σε όλα τα κράτη-μέλη. Αν και φαινομενικά δίκαιη, μια τέτοια κατανομή θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την Ελλάδα, η οποία σήμερα λαμβάνει κατά μέσο όρο 48,7 ευρώ/στρέμμα – τη δεύτερη υψηλότερη ενίσχυση στην Ε.Ε. – σε αντίθεση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο των 26,1 ευρώ. Εάν εφαρμοστεί αυτή η προσέγγιση, η χώρα μας θα χάσει πάνω από 1 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. 

Η ισότητα δεν ισοδυναμεί με δικαιοσύνη. Η δίκαιη κατανομή ενισχύσεων προϋποθέτει την αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων κάθε χώρας: της δομής των εκμεταλλεύσεων, των εδαφικών περιορισμών, των αναγκών των κατ’ επάγγελμα αγροτών. Στην Ελλάδα, το 88% των εκμεταλλεύσεων είναι μικρές ή πολύ μικρές. Δεν μπορούμε να στερήσουμε ενισχύσεις από αυτούς που συντηρούν τη γεωργική μας ταυτότητα για να χρηματοδοτήσουμε υπερσυγκεντρωμένες παραγωγικές μονάδες. 

Η Πράσινη Συμφωνία, αν και αναγκαία, δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς ευελιξία. Δεν μπορούμε να επιβάλουμε οριζόντια περιβαλλοντικά πρότυπα σε χώρες με χαμηλό οικολογικό αποτύπωμα όπως η Ελλάδα, χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα και ειδικά εργαλεία μετάβασης. 

Μέχρι σήμερα, η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) δεν αποτελεί απλώς ένα εργαλείο κατανομής επιδοτήσεων. Είναι ο μεγαλύτερος διανεμητικός μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βασικός πυλώνας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και θεμέλιο της διατροφικής ασφάλειας, της περιφερειακής ισορροπίας και της περιβαλλοντικής ανθεκτικότητας. 

Η επερχόμενη διαπραγμάτευση για την Κοινή Αγροτική Πολιτική μετά το 2027 δεν είναι μια τεχνοκρατική διαδικασία· είναι μια στρατηγική επιλογή για το μέλλον της γεωργίας και της συνοχής της Ευρώπης. 

Η Ελλάδα, μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας για 44 χρόνια, δεν έχει αξιοποιήσει πλήρως τη δυναμική της ΚΑΠ. Οι στρατηγικές ελλείψεις στην αγροτική πολιτική, η περιορισμένη στήριξη των συνεταιρισμών, η υποβάθμιση της αγροτικής εκπαίδευσης και η έλλειψη επενδύσεων σε καινοτομία αποτυπώνονται σε ένα μοντέλο γεωργίας που πασχίζει να ανταγωνιστεί σε διεθνές επίπεδο. 

Στην επόμενη προγραμματική περίοδο (μετά το 2028), η Ελλάδα θα βρεθεί ενώπιον κρίσιμων ερωτημάτων: Θα υπάρχει ενιαίο ευρωπαϊκό ταμείο με κοινή διαχείριση πόρων; Θα οδηγηθούμε σε εθνικοποίηση της αγροτικής πολιτικής; Πώς θα κατανεμηθούν οι πόροι μεταξύ του Πυλώνα Ι (άμεσες ενισχύσεις) και του Πυλώνα ΙΙ (αγροτική ανάπτυξη); Θα διατηρηθεί το ύψος των άμεσων ενισχύσεων; Ποια θα είναι η σχέση της νέας ΚΑΠ με την Πράσινη Συμφωνία; 

 

Σε κάθε περίπτωση,  

Η χώρα μας στο νέο πλαίσιο διεκδίκησης οφείλει να προτάσσει μια στρατηγική για την ΚΑΠ που να βασίζεται στη δίκαιη κατανομή ενισχύσεων, στην ενίσχυση των κατ’ επάγγελμα αγροτών, στην εθνική αυτάρκεια και επισιτιστική ασφάλεια, στη στήριξη της υπαίθρου και των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, στην προώθηση της αγροτικής καινοτομίας και της ψηφιακής γεωργίας. 

Η επόμενη ΚΑΠ δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα τεχνοκρατικών ισορροπιών, αλλά έκφραση πολιτικής βούλησης για μια δίκαιη, βιώσιμη και ανταγωνιστική γεωργία. Η Ελλάδα οφείλει να προσέλθει στη διαπραγμάτευση με σχέδιο, σαφή εθνική γραμμή και την ευρύτερη δυνατή κοινωνική και πολιτική συναίνεση. 

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Αγροτική γη στην Ελλάδα, μια ιστορία 204 χρόνων.

Από τις πρώτες ημέρες του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της πατρίδας μας, η διανομή των αγροτικών εκτάσεων αποτέλεσε πεδίο κοινωνικής διεκδίκησης μεταξύ των αγωνιστών. 

Οι εθνικές γαίες—οι αγροτικές εκτάσεις που ανήκαν προηγουμένως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε μουσουλμάνους πολίτες ή σε μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα—δημιούργησαν το πρώτο αγροτικό ζήτημα της χώρας. Αυτές οι εκτάσεις εντοπίζονταν κυρίως στην Πελοπόννησο, στα νησιά και στη Στερεά Ελλάδα.

Το ζήτημα των εθνικών γαιών δεν προέκυψε μόνο ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης αυτών των περιοχών, αλλά λειτούργησε και ως κίνητρο στρατολόγησης χωρικών για τον αγώνα. 
Η προοπτική απόκτησης γης αποτέλεσε ανταμοιβή για τη συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα, ενισχύοντας το συλλογικό όραμα των αγωνιστών: να απελευθερώσουν τη γη των προγόνων τους, η οποία θα τους ανήκε και θα τους εξασφάλιζε τα προς το ζην. 
Αυτό το όραμα ενίσχυσε τον δεσμό τους με τις απελευθερωμένες εκτάσεις και καλλιέργησε την εθνική τους συνείδηση.

Η πρώτη διοικητική πράξη που κατοχύρωσε αυτή την προσδοκία ήταν η «Εγκύκλιος της Στεμνίτσας». Στις 30 Μαΐου 1821, η Γερουσία της Πελοποννήσου καθόρισε τις διαδικασίες διανομής της γης.
Η πολιτική της διανομής πολλών μικρών ιδιοκτησιών συμβάδιζε με τις επιδιώξεις του πρώτου κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος επιθυμούσε η δύναμη της γης να ανήκει σε πολλούς και όχι μόνο στους προεστούς. 
Τελικά, το ζήτημα των εθνικών γαιών επιλύθηκε το 1871, ενώ το 1922 διανεμήθηκαν τα τσιφλίκια και οι εκτάσεις που απελευθερώθηκαν στις βόρειες επαρχίες της χώρας.
Σήμερα, 204 χρόνια μετά την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, καταγράφονται στην Ελλάδα περίπου 530.000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις, εκ των οποίων το 97% είναι οικογενειακής μορφής.

Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες αναδιανομής της γεωργικής γης στη νεότερη ιστορία της χώρας, ο πολυτεμαχισμός της παραμένει ένα χρόνιο διαρθρωτικό πρόβλημα που εμποδίζει την αγροτική ανάπτυξη. Πολλές μελέτες έχουν προτείνει τη δημιουργία μεγαλύτερων εκμεταλλεύσεων, αλλά οι προσπάθειες αυτές είχαν περιορισμένα αποτελέσματα.
Ο Έλληνας αγρότης διατηρεί μια μοναδική σχέση αγάπης με τη γη του, την οποία προτιμά να μεταβιβάζει παρά να πουλά.

Το ζήτημα της διαχείρισης και αξιοποίησης της αγροτικής γης παραμένει επίκαιρο, υπογραμμίζοντας τη διαχρονική σημασία της γης στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.